Αναζήτησες τη λέξη "διασχίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| διασχίζω διασχίζω (Ρήμα) (ενεστ. δια-σχί-ζω, αόρ. διέσχισα,  | 254.mp3 përshkoj (Folje) (e tashme për-shkoj, e kr. thj v. përshkova,  | 254.mp3 пересекать (Глагол) (ενεστ. пе-ре-се-кать, αόρ. пересек (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!