Αναζήτησες τη λέξη "διανομή" στα Ελληνικά
διανομή διανομή (η) (Ουσιαστικό) (δια-νο-μή, γεν. -ής, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 252.mp3 shpërndarje (Emër) (shpër-ndar-je, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 252.mp3 раздача (Существительное) (раз-да-ча, γεν. -и, πληθ. -и) |