Αναζήτησες τη λέξη "διαλέγω" στα Ελληνικά
διαλέγω διαλέγω (Ρήμα) (ενεστ. δια-λέ-γω, αόρ. διάλεξα, Παραδείγματα | 249.mp3 zgjedh (Folje) (e tashme zgjedh, e kr. thj v. zgjodha, | 249.mp3 выбирать (Глагол) (ενεστ. вы-би-рать, αόρ. выбрал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |