Αναζήτησες τη λέξη "διακρίνω" στα Ελληνικά
διακρίνω διακρίνω (Ρήμα) (ενεστ. δια-κρί-νω, αόρ. διέκρινα, | 248.mp3 dalloj (Folje) (e tashme da-lloj, e kr. thj v. dallova, | 248.mp3 отличать (Глагол) (ενεστ. от-ли-чать, αόρ. отличил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |