Αναζήτησες τη λέξη "διαιρώ" στα Ελληνικά
διαιρώ διαιρώ (Ρήμα) (ενεστ. δι-αι-ρώ, αόρ. διαίρεσα, Παραδείγματα | 246.mp3 pjestoj (Folje) (e tashme pjes-toj, e kr. thj v. pjestova, | 246.mp3 делить (Глагол) (ενεστ. де-лить, αόρ. поделил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |