Αναζήτησες τη λέξη "διαδίκτυο" στα Ελληνικά
διαδίκτυο διαδίκτυο (το) (Ουσιαστικό) (δια-δί-κτυ-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 245.mp3 internet (Emër) (i-nter-net, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 245.mp3 интернет (Существительное) (ин-тер-нет, γεν. -а) |