Αναζήτησες τη λέξη "διάστημα" στα Ελληνικά
διάστημα διάστημα (το) (Ουσιαστικό) (διά-στη-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 253.mp3 hapësirë (Emër/Emër) (ha-pë-si-rë/a-fat) | 253.mp3 промежуток (времени) (Существительное) (про-ме-жу-ток, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |