Αναζήτησες τη λέξη "διάλογος" στα Ελληνικά
διάλογος διάλογος (ο) (Ουσιαστικό) (διά-λο-γος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 251.mp3 dialog (Emër) (di-a-log, gj. -ut, sh. -ët, gj. -ëve) | 251.mp3 диалог (Существительное) (ди-а-лог, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |