Αναζήτησες τη λέξη "διάλειμμα" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| διάλειμμα διάλειμμα (το) (Ουσιαστικό) (διά-λειμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 250.mp3 pushim (Emër) (pu-shim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 250.mp3 перемена (Существительное) (пе-ре-ме-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!