Αναζήτησες τη λέξη "δημοτικό" στα Ελληνικά
δημοτικό δημοτικό (το) (Ουσιαστικό) (δη-μο-τι-κό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) Παραδείγματα | 241.mp3 fillore (Emër) (fi-llo-re, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 241.mp3 начальная школа (Существительное) (на-чаль-на-я шко-ла) |