Αναζήτησες τη λέξη "δημιουργώ" στα Ελληνικά
δημιουργώ δημιουργώ (Ρήμα) (ενεστ. δη-μι-ουρ-γώ, αόρ. δημιούργησα, | 239.mp3 krijoj (Folje) (e tashme kri-joj, e kr. thj v. krijova, | 239.mp3 создавать (Глагол) (ενεστ. соз-да-вать, αόρ. создал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |