Αναζήτησες τη λέξη "δεσμός" στα Ελληνικά
δεσμός δεσμός (ο) (Ουσιαστικό) (δε-σμός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) Παραδείγματα | 235.mp3 lidhje (Emër) (li-dhje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 235.mp3 узы (Существительное) (у-зы) |
Αναζήτησες τη λέξη "δεσμός" στα Ελληνικά
δεσμός δεσμός (ο) (Ουσιαστικό) (δε-σμός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) Παραδείγματα | 235.mp3 lidhje (Emër) (li-dhje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 235.mp3 узы (Существительное) (у-зы) |