Αναζήτησες τη λέξη "δελφίνι" στα Ελληνικά
δελφίνι δελφίνι (το) (Ουσιαστικό) (δελ-φί-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 230.mp3 delfin (Emër) (del-fin, gj. -it, sh. -ët, gj. -eve) Shembuj | 230.mp3 дельфин (Существительное) (дель-фин, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |