Αναζήτησες τη λέξη "δειλός" στα Ελληνικά
δειλός δειλός, -ή, -ό (Επίθετο) (δει-λός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 228.mp3 frikacak, -e (Mbiemër) (fri-ka-cak, -ë, -e) | 228.mp3 робкий, -ая, -ое (Прилагательное) (роб-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |