Αναζήτησες τη λέξη "δαχτυλίδι" στα Ελληνικά
δαχτυλίδι δαχτυλίδι (το) (Ουσιαστικό) (δα-χτυ-λί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 226.mp3 unazë (Emër) (u-na-zë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) Shembuj | 226.mp3 кольцо (Существительное) (коль-цо, γεν. -а, πληθ. -а) Примеры |