Αναζήτησες τη λέξη "δανείζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| δανείζω δανείζω (Ρήμα) (ενεστ. δα-νεί-ζω, αόρ. δάνεισα,  Παραδείγματα | 222.mp3 huazoj (Folje) (e tashme hu-a-zoj, e kr. thj v. huazova,  Shembuj | 222.mp3   одалживать (Глагол) (ενεστ. о-дал-жи-вать, αόρ. одолжил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!