Αναζήτησες τη λέξη "δαγκώνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| δαγκώνω δαγκώνω (Ρήμα) (ενεστ. δα-γκώ-νω, αόρ. δάγκωσα,  Παραδείγματα | 220.mp3 kafshoj (Folje) (e tashme kaf-sho-va, e kr. thj v. kafshova,  | 220.mp3 кусать (Глагол) (ενεστ. ку-сать, αόρ. укусил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!