Αναζήτησες τη λέξη "δίχτυ" στα Ελληνικά
δίχτυ δίχτυ (το) (Ουσιαστικό) (δί-χτυ, γεν. -υού, πληθ. -υα) | 270.mp3 rrjetë (Emër) (rrje-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 270.mp3 сеть (Существительное) (сеть, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |
Αναζήτησες τη λέξη "δίχτυ" στα Ελληνικά
δίχτυ δίχτυ (το) (Ουσιαστικό) (δί-χτυ, γεν. -υού, πληθ. -υα) | 270.mp3 rrjetë (Emër) (rrje-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 270.mp3 сеть (Существительное) (сеть, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |