Αναζήτησες τη λέξη "δίπλωμα" στα Ελληνικά

δίπλωμα δίπλωμα (το)

(Ουσιαστικό)

(δί-πλω-μα, γεν. -ατος,
πληθ. -ατα, γεν. -άτων)

268.mp3 diplomë
audio/mp3/al/other/268b.mp3 palosje

(Emër/Emër)

(di-plo-më/pa-lo-sje)

268.mp3 диплом
audio/mp3/ru/other/268b.mp3 права

(Существительное)

(дип-лом, γεν. -а,
πληθ. -ы, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я