Αναζήτησες τη λέξη "δίπλωμα" στα Ελληνικά
δίπλωμα δίπλωμα (το) (Ουσιαστικό) (δί-πλω-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 268.mp3 diplomë (Emër/Emër) (di-plo-më/pa-lo-sje) | 268.mp3 диплом (Существительное) (дип-лом, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |