Αναζήτησες τη λέξη "δίγλωσσος" στα Ελληνικά
δίγλωσσος δίγλωσσος, -η, -ο (Επίθετο) (δί-γλωσ-σος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) Παραδείγματα | 261.mp3 dygjuhësh, -se (Mbiemër) (dy-gju-hësh, | 261.mp3 двуязычный, -ая, -ое (Прилагательное) (дву-я-зыч-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |