Αναζήτησες τη λέξη "δίαιτα" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| δίαιτα δίαιτα (η) (Ουσιαστικό) (δί-αι-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 247.mp3 dietë (Emër) (di-e-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 247.mp3 диета (Существительное) (ди-е-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!