Αναζήτησες τη λέξη "δήμαρχος" στα Ελληνικά
δήμαρχος δήμαρχος (ο) (Ουσιαστικό) (δή-μαρ-χος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 238.mp3 kryebashkiak (Emër) (kry-e-ba-shki-ak) | 238.mp3 мэр (Существительное) (мэр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |