Αναζήτησες τη λέξη "δέρμα" στα Ελληνικά
δέρμα δέρμα (το) (Ουσιαστικό) (δέρ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 234.mp3 lëkurë (Emër) (lë-ku-rë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 234.mp3 кожа (Существительное) (ко-жа, γεν. -и, πληθ. -и) Примеры |