Αναζήτησες τη λέξη "δένδρο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
δένδρο δένδρο (το) (Ουσιαστικό) (δέν-δρο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 232.mp3 pemë (Emër) (pe-më, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 232.mp3 дерево (Существительное) (де-ре-во, γεν. -а, πληθ. -я, γεν. -ев) |