Αναζήτησες τη λέξη "δέμα" στα Ελληνικά
δέμα δέμα (το) (Ουσιαστικό) (δέ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) Παραδείγματα | 231.mp3 pako (Emër) (pa-ko, gj. -os, sh. -ot, gj. -ove) Shembuj | 231.mp3 посылка (Существительное) (по-сыл-ка, γεν. -и, πληθ. -и) Примеры |