Αναζήτησες τη λέξη "δάχτυλο" στα Ελληνικά
δάχτυλο δάχτυλο (το) (Ουσιαστικό) (δά-χτυ-λο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 227.mp3 gisht (Emër) (gisht, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 227.mp3 палец (Существительное) (па-лец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ев) |