Αναζήτησες τη λέξη "δάσκαλος" στα Ελληνικά
δάσκαλος δάσκαλος (ο) (Ουσιαστικό) (δά-σκα-λος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 224.mp3 mësues (Emër) (më-su-es, gj. -it, sh. -it, gj. -sve) | 224.mp3 учитель (Существительное) (у-чи-тель, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -ей) |