Αναζήτησες τη λέξη "δάκρυ" στα Ελληνικά
δάκρυ δάκρυ (το) (Ουσιαστικό) (δά-κρυ, γεν. -ύου, πληθ. -υα, γεν. -ύων) Παραδείγματα | 221.mp3 lot (Emër) (lot, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 221.mp3 слеза (Существительное) (сле-за, γεν. -ы, πληθ. -ы) Примеры |