Αναζήτησες τη λέξη "γόνιμος" στα Ελληνικά
γόνιμος γόνιμος, -η, -ο (Επίθετο) (γό-νι-μος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 203.mp3 pjellor, -e/e (Mbiemër) (pje-llor/pro-du-ktiv, -ë/ë, -e/e) | 203.mp3 плодородный, -ая, -ое (Прилагательное) (пло-до-род-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |