Αναζήτησες τη λέξη "γόνατο" στα Ελληνικά γόνατο γόνατο (το) (Ουσιαστικό)(γό-να-το, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΤον πονάει το γόνατό του. Έπεσε στα γόνατα, για να προσευχηθεί στο Θεό. Χτύπησα στο γόνατό μου. Λύγισαν τα γόνατά του από την κούραση. 202.mp3 gju(Emër)(gju, gj. -it,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujE dhemb gjuri i tij. Ra në gjunjë për t'u lutur Perëndisë. Godita gjurin tim. U përkulën gjunjët e tij nga lodhja. 202.mp3 колено(Существительное)(ко-ле-но, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыУ него болит колено. Он упал на колени, чтобы помолиться Богу. Я ударил колено. У него от усталости ноги подкосились. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я