Αναζήτησες τη λέξη "γόνατο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
γόνατο γόνατο (το) (Ουσιαστικό) (γό-να-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 202.mp3 gju (Emër) (gju, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 202.mp3 колено (Существительное) (ко-ле-но, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ей) |