Αναζήτησες τη λέξη "γόμα" στα Ελληνικά γόμα γόμα (η) (Ουσιαστικό)(γό-μα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΈσβησε με γόμα όλα τα ορθογραφικά λάθη. Έχασα τη γόμα μου. 201.mp3 gomë(Emër)(go-më, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujFshiu me gomë të gjitha gabimet drejtshkrimore. Humba gomën time. 201.mp3 ластик(Существительное)(лас-тик, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыОн стёр ластиком все орфографические ошибки. Я потерял ластик. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я