Αναζήτησες τη λέξη "γυρίζω" στα Ελληνικά
γυρίζω γυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. γυ-ρί-ζω, αόρ. γύρισα, | 217.mp3 kthej (Folje/Folje) (kthej/rro-tu-lloj/xhi-roj/vi-zi-toj) | 217.mp3 вращать (Глагол) (ενεστ. вра-щать, αόρ. вращал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |