Αναζήτησες τη λέξη "γυναίκα" στα Ελληνικά

γυναίκα γυναίκα (η)

(Ουσιαστικό)

(γυ-ναί-κα, γεν. -ας,
πληθ. -ες, γεν. -ών)

216.mp3 grua

(Emër)

(gru-a, gj. -as,
sh. -të, gj. -ave)

216.mp3 женщина

(Существительное)

(жен-щи-на, γεν. -ы,
πληθ. -ы)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я