Αναζήτησες τη λέξη "γυμνάσιο" στα Ελληνικά
γυμνάσιο γυμνάσιο (το) (Ουσιαστικό) (γυ-μνά-σι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 214.mp3 gjimnaz (Emër) (gjim-naz, gj. -it, sh. -et) | 214.mp3 гимназия (Существительное) (гим-на-зия, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |