Αναζήτησες τη λέξη "γυαλίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| γυαλίζω γυαλίζω (Ρήμα) (ενεστ. γυα-λί-ζω, αόρ. γυάλισα,  | 213.mp3   lustroj  (Folje/Folje) (lu-stroj/shkël-qej) | 213.mp3   полировать (Глагол) (ενεστ. по-ли-ро-вать, αόρ. отполировал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!