Αναζήτησες τη λέξη "γριά" στα Ελληνικά γριά γριά (η) (Ουσιαστικό)(γρι-ά, γεν. -άς,πληθ. -ές, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΠρέπει να παραχωρούμε τη θέση μας σε μια γριά γυναίκα. 210.mp3 plakë(Emër)(pla-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujDuhet të lirojmë vendin tonë në një grua plakë. 210.mp3 старуха(Существительное)(ста-ру-ха, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыНужно уступить место старой женщине. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я