Αναζήτησες τη λέξη "γραφείο" στα Ελληνικά
γραφείο γραφείο (το) (Ουσιαστικό) (γρα-φεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 208.mp3 zyrë (Emër) (zy-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 208.mp3 кабинет (Существительное) (ка-би-нет, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |