Αναζήτησες τη λέξη "γραμματόσημο" στα Ελληνικά
γραμματόσημο γραμματόσημο (το) (Ουσιαστικό) (γραμ-μα-τό-ση-μο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 206.mp3 pullë (Emër) (pu-llë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) Shembuj | 206.mp3 почтовая марка (Существительное) (поч-то-ва-я мар-ка) Примеры |