Αναζήτησες τη λέξη "γνωρίζω" στα Ελληνικά
γνωρίζω γνωρίζω (Ρήμα) (ενεστ. γνω-ρί-ζω, αόρ. γνώρισα, | 199.mp3 njoh (Folje) (e tashme njoh, e kr. thj v. njoha, | 199.mp3 знакомить (Глагол) (ενεστ. зна-ко-мить, αόρ. узнал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |