Αναζήτησες τη λέξη "γλώσσα" στα Ελληνικά γλώσσα γλώσσα (η) (Ουσιαστικό)(γλώσ-σα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΟ γιατρός είπε να βγάλω τη γλώσσα έξω, για να δει τον λαιμό μου. Στο σχολείο διδάσκεται η μητρική μας γλώσσα. Κάηκε η γλώσσα μου από το ζεστό τσάι. Μου βγήκε η γλώσσα από το τρέξιμο! 197.mp3 gjuhë(Emër)(gju-hë, gj. -ës,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujMjeku tha të nxjerr jashtë gjuhën për të parë grykët e mia. Në shkollë mësohet gjuha jonë amtare. U dogj gjuha ime nga çaji i nxehtë. Më doli gjuha nga vrapimi! 197.mp3 язык(Существительное)(я-зык, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыВрач мне сказал вытащить язык, чтобы посмотреть на горло. В школе преподается наш родной язык. Я обжёг язык горячим чаем. У меня от беготни язык на плече! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я