Αναζήτησες τη λέξη "γλείφω" στα Ελληνικά
γλείφω γλείφω (Ρήμα) (ενεστ. γλεί-φω, αόρ. έγλειψα, | 193.mp3 lëpij (Folje) (e tashme lë-pij, e kr. thj v. lëpiva, | 193.mp3 лизать (Глагол) (ενεστ. ли-зать, αόρ. облизал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "γλείφω" στα Ελληνικά
γλείφω γλείφω (Ρήμα) (ενεστ. γλεί-φω, αόρ. έγλειψα, | 193.mp3 lëpij (Folje) (e tashme lë-pij, e kr. thj v. lëpiva, | 193.mp3 лизать (Глагол) (ενεστ. ли-зать, αόρ. облизал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |