Αναζήτησες τη λέξη "γλάστρα" στα Ελληνικά
γλάστρα γλάστρα (η) (Ουσιαστικό) (γλά-στρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 192.mp3 vazo (Emër) (va-zo, gj. -os, sh. -ot, gj. -ove) | 192.mp3 горшок (Существительное) (гор-шок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |