Αναζήτησες τη λέξη "γεμάτος" στα Ελληνικά
γεμάτος γεμάτος, -η, -ο (Επίθετο) (γε-μά-τος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 177.mp3 (i,e) mbushur (Mbiemër) ((i,e) mbu-shur, (e,të) -r, -a) | 177.mp3 полный, -ая, -ое (Прилагательное) (пол-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |