Αναζήτησες τη λέξη "γδύνω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| γδύνω γδύνω (Ρήμα) (ενεστ. γδύ-νω, αόρ. έγδυσα,  | 174.mp3 zhvesh (Folje) (e tashme zhvesh, e kr. thj v. zhvesha,  | 174.mp3 раздевать (Глагол) (ενεστ. раз-де-вать, αόρ. раздел (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!