Αναζήτησες τη λέξη "γαντζώνω" στα Ελληνικά

γαντζώνω γαντζώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. γα-ντζώ-νω, αόρ. γάντζωσα,
παθ. αόρ. γαντζώθηκα, παθ. μτχ. γαντζωμένος)

172.mp3 mbërthej

(Folje)

(e tashme mbër-thej, e kr. thj v. mbërtheva,
e kr. thj. jov. u mbërtheva, pjesore mbërthyer)

172.mp3 прицеплять

(Глагол)

(ενεστ. при-цеп-лять, αόρ. прицепил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. прицепился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. прицепленный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я