Αναζήτησες τη λέξη "γίνομαι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| γίνομαι γίνομαι (Ρήμα) (ενεστ. γί-νο-μαι, αόρ. έγινα,  | 190.mp3 bëhem (Folje) (e tashme bë-hem | 190.mp3   становиться (Глагол) (ενεστ. ста-но-вить-ся, αόρ. стал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 
Αναζήτησες τη λέξη "γίνομαι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| γίνομαι γίνομαι (Ρήμα) (ενεστ. γί-νο-μαι, αόρ. έγινα,  | 190.mp3 bëhem (Folje) (e tashme bë-hem | 190.mp3   становиться (Глагол) (ενεστ. ста-но-вить-ся, αόρ. стал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  |