Αναζήτησες τη λέξη "γέφυρα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
γέφυρα γέφυρα (η) (Ουσιαστικό) (γέ-φυ-ρα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 184.mp3 urë (Emër) (u-rë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 184.mp3 мост (Существительное) (мост, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |