Αναζήτησες τη λέξη "βότσαλο" στα Ελληνικά βότσαλο βότσαλο (το) (Ουσιαστικό)(βό-τσα-λο, γεν. -ου,πληθ. -α)ΠαραδείγματαΣτην ακρογιαλιά υπήρχαν κάτασπρα βότσαλα. Υπάρχουν βότσαλα στη θάλασσα. 151.mp3 guralec(Emër)(gu-ra-lec, gj. -it,sh. -ët, gj. -ëve)ShembujNë plazh ka pasur guralecë të bardhë. Ka guralecë në det. 151.mp3 галька(Существительное)(галь-ка, γεν. -и)ПримерыНа берегу лежала ослепительно белая галька. На море есть галька. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я