Αναζήτησες τη λέξη "βόσκω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| βόσκω βόσκω (Ρήμα) (ενεστ. βό-σκω, αόρ. βόσκησα,  Παραδείγματα | 150.mp3 kullos (Folje) (e tashme ku-llos, e kr. thj v. kullosa,  | 150.mp3 пасти (Глагол) (ενεστ. пас-ти, αόρ. пас (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!