Αναζήτησες τη λέξη "βόρειος" στα Ελληνικά
βόρειος βόρειος, -α, -ο (Επίθετο) (βό-ρει-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 148.mp3 verior, -e (Mbiemër) (ve-ri-or, -rë, | 148.mp3 северный , -ая, -ое (Прилагательное) (се-вер-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |